- φαρδύς
- -ιά, -ύ, Νευρύς, πλατύς.επίρρ...φαρδιά Νευρέως, πλατιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εὐ-φραδής «σαφής», κατά τα επίθ. σε -υς (πρβλ. πλατύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαρδύς, -ιά, -ύ — επίρρ. ιά πλατύς απλόχωρος: Φαρδύς δρόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φαρδύς, Νικόλαος — (1855 – 1901). Γιατρός και λόγιος. Καταγόταν από τη Σαμοθράκη. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, όπου φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή. Αργότερα πήγε στη Μασσαλία, στο πανεπιστήμιο της οποίας σπούδασε ιατρική. Διετέλεσε διευθυντής στη σχολή… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κοντόφαρδος — η, ο κοντός και συγχρόνως φαρδύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + φαρδύς] … Dictionary of Greek
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek
φαρδαίνω — και φαρδένω και φαρδύνω Ν [φαρδύς] 1. (μτβ.) κάνω κάτι φαρδύ, πλατύνω 2. (αμτβ.) γίνομαι φαρδύς … Dictionary of Greek
φαρδουλός — ή, ό, Ν ο κάπως φαρδύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρδύς + κατάλ. ουλός (πρβλ. παχύς: παχ ουλός)] … Dictionary of Greek
αγεφύρωτος — η, ο [γεφυρώνω] 1. αυτός που δεν γεφυρώθηκε, που δεν συνδέθηκε ή δεν μπορεί να συνδεθεί με γέφυρα 2. (κυριολ. και μτφ.) ο τόσο φαρδύς, τόσο μεγάλος, που δεν μπορεί να γεφυρωθεί, να ενωθεί με αυτή τη σημ. στη φρ. «μάς χωρίζει αγεφύρωτο χάσμα»,… … Dictionary of Greek
αναπετάννυμι — και ύω (Α ἀναπετάννυμι και ποιητ. ἀμπετάννυμι και ύω και ἀναπετῶ) [πετάννυμι] 1. ανοίγω διάπλατα, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αναπεπταμένος* αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο αρχ. 1. φανερώνω, εκθέτω 2. διαχέω,… … Dictionary of Greek
βραγιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 473 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλλύρων. Παλαιότερα ονομαζόταν Μπαλχάρ. * * * η 1. τμήμα κήπου με άνθη ή λαχανικά που… … Dictionary of Greek